- υπεραρτώ
- -άω, Απαθ. ὑπεραρτῶμαι, -άομαι(για φυλαχτό) κρεμιέμαι, μέ κρεμούν επάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἀρτῶ «κρεμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek